- σφαίρισις
- σφαίρισιςa playing at ballfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιρίσεις — σφαίρισις a playing at ball fem nom/voc pl (attic epic) σφαίρισις a playing at ball fem nom/acc pl (attic) σφαιρίζω play at ball aor subj act 2nd sg (epic) σφαιρίζω play at ball fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… … Dictionary of Greek